- ἐνήργησα
- ἐνεργέωto be in actionaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεργώ — ενεργώ, ενήργησα (σπάν. ενέργησα) βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής